- Αἰγιπόδης
- Αἰγι-πόδης, ου, ὁ,A goat-footed, h.Hom.19.2,37; voc. αἰγιπόδη ιιάν AP6.57 (Paul. Sil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιγιπόδης — αἰγιπόδης, ο (Α) γιδοπόδαρος, αυτός που έχει πόδια κατσίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, γὸς + πόδης < πούς, δός] … Dictionary of Greek
Αἰγιπόδη — Αἰγιπόδης goat footed masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιπόδη — αἰγιπόδης goat footed masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιπόδην — Αἰγιπόδης goat footed masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιπόδην — αἰγιπόδης goat footed masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγοπόδης — αἰγιπόδης goat footed masc nom sg αἰγοπόδης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγίποδας — αἰγιπόδης goat footed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγίπουν — αἰγιπόδης goat footed masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγίπους — αἰγιπόδης goat footed masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιγίπους — αἰγίπους ( ποδος), ουν (Α) ο αιγιπόδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, γὸς + πούς] … Dictionary of Greek
αιγοπόδης — αἰγοπόδης, ο (Α) ο αιγιπόδης* … Dictionary of Greek